Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
κονιάω
View word page
κονή
murder

ShortDef

murder

Debugging

Headword:
κονή
Headword (normalized):
κονή
Headword (normalized/stripped):
κονη
IDX:
49696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49697
Key:

Data

{'content': 'murder'}