Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
κονιατός
View word page
κονέω
to raise dust: to hasten

ShortDef

to raise dust: to hasten

Debugging

Headword:
κονέω
Headword (normalized):
κονέω
Headword (normalized/stripped):
κονεω
IDX:
49695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49696
Key:

Data

{'content': 'to raise dust: to hasten'}