Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
κονιατικός
View word page
κονδυλωτός
knobby

ShortDef

knobby

Debugging

Headword:
κονδυλωτός
Headword (normalized):
κονδυλωτός
Headword (normalized/stripped):
κονδυλωτος
IDX:
49694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49695
Key:

Data

{'content': 'knobby'}