Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
κονιατήρ
View word page
κονδύλωσις
knob, callous lump

ShortDef

knob, callous lump

Debugging

Headword:
κονδύλωσις
Headword (normalized):
κονδύλωσις
Headword (normalized/stripped):
κονδυλωσις
IDX:
49693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49694
Key:

Data

{'content': 'knob, callous lump'}