Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
κονίαμα
κονίασις
View word page
κονδύλωμα
knob, callous lump

ShortDef

knob, callous lump

Debugging

Headword:
κονδύλωμα
Headword (normalized):
κονδύλωμα
Headword (normalized/stripped):
κονδυλωμα
IDX:
49692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49693
Key:

Data

{'content': 'knob, callous lump'}