Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
κονιάζω
View word page
κόνδυλος
a knuckle

ShortDef

a knuckle

Debugging

Headword:
κόνδυλος
Headword (normalized):
κόνδυλος
Headword (normalized/stripped):
κονδυλος
IDX:
49690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49691
Key:

Data

{'content': 'a knuckle'}