Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
κονία
View word page
κονδυλόομαι
swell up
ShortDef
swell up
Debugging
Headword:
κονδυλόομαι
Headword (normalized):
κονδυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
κονδυλοομαι
IDX:
49689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49690
Key:
Data
{'content': 'swell up'}