Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
Κονθυλεύς
View word page
κονδυλισμός
striking with the fist, maltreatment
ShortDef
striking with the fist, maltreatment
Debugging
Headword:
κονδυλισμός
Headword (normalized):
κονδυλισμός
Headword (normalized/stripped):
κονδυλισμος
IDX:
49688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49689
Key:
Data
{'content': 'striking with the fist, maltreatment'}