Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
View word page
κόνδυ
drinking-vessel
ShortDef
drinking-vessel
Debugging
Headword:
κόνδυ
Headword (normalized):
κόνδυ
Headword (normalized/stripped):
κονδυ
IDX:
49686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49687
Key:
Data
{'content': 'drinking-vessel'}