Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
View word page
κονάριχον
well-fed, fat
ShortDef
well-fed, fat
Debugging
Headword:
κονάριχον
Headword (normalized):
κονάριχον
Headword (normalized/stripped):
κοναριχον
IDX:
49682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49683
Key:
Data
{'content': 'well-fed, fat'}