Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
View word page
κόναβος
a ringing, clashing, din

ShortDef

a ringing, clashing, din

Debugging

Headword:
κόναβος
Headword (normalized):
κόναβος
Headword (normalized/stripped):
κοναβος
IDX:
49681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49682
Key:

Data

{'content': 'a ringing, clashing, din'}