Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
κονδυλόομαι
κόνδυλος
View word page
κοναβηδόν
with a noise, clash, din

ShortDef

with a noise, clash, din

Debugging

Headword:
κοναβηδόν
Headword (normalized):
κοναβηδόν
Headword (normalized/stripped):
κοναβηδον
IDX:
49680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49681
Key:

Data

{'content': 'with a noise, clash, din'}