Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
ἀμφίβροτος
ἀμφίβροχος
ἀμφιβώμιος
ἀμφίγειος
Ἀμφιγένεια
ἀμφιγενής
View word page
ἀμφίβολος
put round, encompassing

ShortDef

put round, encompassing

Debugging

Headword:
ἀμφίβολος
Headword (normalized):
ἀμφίβολος
Headword (normalized/stripped):
αμφιβολος
IDX:
4967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4968
Key:

Data

{'content': 'put round, encompassing'}