Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κόνδυ
κονδυλίζω
κονδυλισμός
View word page
κομψότης
elegance, prettiness, daintiness

ShortDef

elegance, prettiness, daintiness

Debugging

Headword:
κομψότης
Headword (normalized):
κομψότης
Headword (normalized/stripped):
κομψοτης
IDX:
49678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49679
Key:

Data

{'content': 'elegance, prettiness, daintiness'}