Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
View word page
κομψολόγος
fine speaking

ShortDef

fine speaking

Debugging

Headword:
κομψολόγος
Headword (normalized):
κομψολόγος
Headword (normalized/stripped):
κομψολογος
IDX:
49675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49676
Key:

Data

{'content': 'fine speaking'}