Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κονδοκέρατος
View word page
κομψεύω
to refine upon, quibble upon

ShortDef

to refine upon, quibble upon

Debugging

Headword:
κομψεύω
Headword (normalized):
κομψεύω
Headword (normalized/stripped):
κομψευω
IDX:
49674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49675
Key:

Data

{'content': 'to refine upon, quibble upon'}