Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
View word page
κομψευριπικῶς
with Euripides-prettinesses
ShortDef
with Euripides-prettinesses
Debugging
Headword:
κομψευριπικῶς
Headword (normalized):
κομψευριπικῶς
Headword (normalized/stripped):
κομψευριπικως
IDX:
49673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49674
Key:
Data
{'content': 'with Euripides-prettinesses'}