Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κόναβος
κονάριχον
View word page
κόμψευμα
ingenious invention

ShortDef

ingenious invention

Debugging

Headword:
κόμψευμα
Headword (normalized):
κόμψευμα
Headword (normalized/stripped):
κομψευμα
IDX:
49672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49673
Key:

Data

{'content': 'ingenious invention'}