Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
View word page
κομπώδης
boastful, vainglorious

ShortDef

boastful, vainglorious

Debugging

Headword:
κομπώδης
Headword (normalized):
κομπώδης
Headword (normalized/stripped):
κομπωδης
IDX:
49670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49671
Key:

Data

{'content': 'boastful, vainglorious'}