Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
κομψολόγος
κομψοπρεπής
κομψός
View word page
κόμπος
a noise, din, clash
ShortDef
a noise, din, clash
Debugging
Headword:
κόμπος
Headword (normalized):
κόμπος
Headword (normalized/stripped):
κομπος
IDX:
49667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49668
Key:
Data
{'content': 'a noise, din, clash'}