Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
κομψευριπικῶς
κομψεύω
View word page
κομπολακέω
to talk big, be an empty braggart
ShortDef
to talk big, be an empty braggart
Debugging
Headword:
κομπολακέω
Headword (normalized):
κομπολακέω
Headword (normalized/stripped):
κομπολακεω
IDX:
49664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49665
Key:
Data
{'content': 'to talk big, be an empty braggart'}