Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
κόμψευμα
View word page
κομπηγόρος
speaking boastfully

ShortDef

speaking boastfully

Debugging

Headword:
κομπηγόρος
Headword (normalized):
κομπηγόρος
Headword (normalized/stripped):
κομπηγορος
IDX:
49662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49663
Key:

Data

{'content': 'speaking boastfully'}