Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπώδης
κομψεία
View word page
κομπέω
to ring, clash; to boast

ShortDef

to ring, clash; to boast

Debugging

Headword:
κομπέω
Headword (normalized):
κομπέω
Headword (normalized/stripped):
κομπεω
IDX:
49661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49662
Key:

Data

{'content': 'to ring, clash; to boast'}