Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
ἀμφίβροτος
ἀμφίβροχος
ἀμφιβώμιος
ἀμφίγειος
View word page
ἀμφιβολητικός
ambiguous

ShortDef

ambiguous

Debugging

Headword:
ἀμφιβολητικός
Headword (normalized):
ἀμφιβολητικός
Headword (normalized/stripped):
αμφιβολητικος
IDX:
4965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4966
Key:

Data

{'content': 'ambiguous'}