Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
View word page
κόμπασμα
boasts

ShortDef

boasts

Debugging

Headword:
κόμπασμα
Headword (normalized):
κόμπασμα
Headword (normalized/stripped):
κομπασμα
IDX:
49658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49659
Key:

Data

{'content': 'boasts'}