Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
κομπολακύθης
View word page
κομπάζω
to vaunt, boast, brag

ShortDef

to vaunt, boast, brag

Debugging

Headword:
κομπάζω
Headword (normalized):
κομπάζω
Headword (normalized/stripped):
κομπαζω
IDX:
49655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49656
Key:

Data

{'content': 'to vaunt, boast, brag'}