Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
κομπέω
κομπηγόρος
κομπηρός
κομπολακέω
View word page
κομοτροφέω
let the hair grow

ShortDef

let the hair grow

Debugging

Headword:
κομοτροφέω
Headword (normalized):
κομοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
κομοτροφεω
IDX:
49654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49655
Key:

Data

{'content': 'let the hair grow'}