Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
κομπαστικός
View word page
κομμωτικός
of or for embellishment

ShortDef

of or for embellishment

Debugging

Headword:
κομμωτικός
Headword (normalized):
κομμωτικός
Headword (normalized/stripped):
κομμωτικος
IDX:
49650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49651
Key:

Data

{'content': 'of or for embellishment'}