Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
κομπασία
κόμπασμα
κομπαστής
View word page
κομμωτής
a beautifier, embellisher
ShortDef
a beautifier, embellisher
Debugging
Headword:
κομμωτής
Headword (normalized):
κομμωτής
Headword (normalized/stripped):
κομμωτης
IDX:
49649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49650
Key:
Data
{'content': 'a beautifier, embellisher'}