Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
Κομπασεύς
View word page
κομμώ
priestess who adorned

ShortDef

priestess who adorned

Debugging

Headword:
κομμώ
Headword (normalized):
κομμώ
Headword (normalized/stripped):
κομμω
IDX:
49646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49647
Key:

Data

{'content': 'priestess who adorned'}