Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
κομπάζω
View word page
κομμόω
to beautify

ShortDef

to beautify

Debugging

Headword:
κομμόω
Headword (normalized):
κομμόω
Headword (normalized/stripped):
κομμοω
IDX:
49645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49646
Key:

Data

{'content': 'to beautify'}