Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνηνός
κομοτροφέω
View word page
κομμός3
molar teeth

ShortDef

a striking; dirge, lament
care bestowed on dress
molar teeth

Debugging

Headword:
κομμός3
Headword (normalized):
κομμός
Headword (normalized/stripped):
κομμος3
IDX:
49644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49645
Key:

Data

{'content': 'molar teeth'}