Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
View word page
κομμός
a striking; dirge, lament

ShortDef

a striking; dirge, lament
care bestowed on dress
molar teeth

Debugging

Headword:
κομμός
Headword (normalized):
κομμός
Headword (normalized/stripped):
κομμος
IDX:
49642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49643
Key:

Data

{'content': 'a striking; dirge, lament'}