Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
View word page
κομμιδώδης
gummy
ShortDef
gummy
Debugging
Headword:
κομμιδώδης
Headword (normalized):
κομμιδώδης
Headword (normalized/stripped):
κομμιδωδης
IDX:
49640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49641
Key:
Data
{'content': 'gummy'}