Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
View word page
κόμμι
gum
ShortDef
gum
Debugging
Headword:
κόμμι
Headword (normalized):
κόμμι
Headword (normalized/stripped):
κομμι
IDX:
49639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49640
Key:
Data
{'content': 'gum'}