Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
ἀμφίβροτος
ἀμφίβροχος
View word page
ἀμφιβολέω
to be in doubt

ShortDef

to be in doubt

Debugging

Headword:
ἀμφιβολέω
Headword (normalized):
ἀμφιβολέω
Headword (normalized/stripped):
αμφιβολεω
IDX:
4963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4964
Key:

Data

{'content': 'to be in doubt'}