Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
κόμμωμα
κόμμωσις
View word page
κομμάτιον
small logs

ShortDef

small logs

Debugging

Headword:
κομμάτιον
Headword (normalized):
κομμάτιον
Headword (normalized/stripped):
κομματιον
IDX:
49638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49639
Key:

Data

{'content': 'small logs'}