Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
κομμώ
View word page
κομματίας
one who speaks in short clauses
ShortDef
one who speaks in short clauses
Debugging
Headword:
κομματίας
Headword (normalized):
κομματίας
Headword (normalized/stripped):
κομματιας
IDX:
49636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49637
Key:
Data
{'content': 'one who speaks in short clauses'}