Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
κομμός3
κομμόω
View word page
κόμμα
the stamp

ShortDef

the stamp

Debugging

Headword:
κόμμα
Headword (normalized):
κόμμα
Headword (normalized/stripped):
κομμα
IDX:
49635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49636
Key:

Data

{'content': 'the stamp'}