Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμός
κομμός2
View word page
κόμιστρον
reward for saving

ShortDef

reward for saving

Debugging

Headword:
κόμιστρον
Headword (normalized):
κόμιστρον
Headword (normalized/stripped):
κομιστρον
IDX:
49633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49634
Key:

Data

{'content': 'reward for saving'}