Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
κόμμι
View word page
κομιστήρ
conductor

ShortDef

conductor

Debugging

Headword:
κομιστήρ
Headword (normalized):
κομιστήρ
Headword (normalized/stripped):
κομιστηρ
IDX:
49629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49630
Key:

Data

{'content': 'conductor'}