Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
ἀμφίβροτος
View word page
ἀμφιβολεύς
fisherman

ShortDef

fisherman

Debugging

Headword:
ἀμφιβολεύς
Headword (normalized):
ἀμφιβολεύς
Headword (normalized/stripped):
αμφιβολευς
IDX:
4962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4963
Key:

Data

{'content': 'fisherman'}