Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
κομματικός
κομμάτιον
View word page
κομιστέος
to be taken care of, to be gathered in

ShortDef

to be taken care of, to be gathered in

Debugging

Headword:
κομιστέος
Headword (normalized):
κομιστέος
Headword (normalized/stripped):
κομιστεος
IDX:
49628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49629
Key:

Data

{'content': 'to be taken care of, to be gathered in'}