Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
κομματίας
View word page
κομιδῇ
exactly, just
ShortDef
exactly, just
Debugging
Headword:
κομιδῇ
Headword (normalized):
κομιδῇ
Headword (normalized/stripped):
κομιδη
IDX:
49626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49627
Key:
Data
{'content': 'exactly, just'}