Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
κόμμα
View word page
κομιδή
attendance, care; provisions, supplies; conveyance
ShortDef
attendance, care; provisions, supplies; conveyance
Debugging
Headword:
κομιδή
Headword (normalized):
κομιδή
Headword (normalized/stripped):
κομιδη
IDX:
49625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49626
Key:
Data
{'content': 'attendance, care; provisions, supplies; conveyance'}