Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
κομίτιον
View word page
κομιδά
rescue
ShortDef
rescue
Debugging
Headword:
κομιδά
Headword (normalized):
κομιδά
Headword (normalized/stripped):
κομιδα
IDX:
49624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49625
Key:
Data
{'content': 'rescue'}