Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
κόμιστρον
View word page
κομία
commeatus, furlough

ShortDef

commeatus, furlough

Debugging

Headword:
κομία
Headword (normalized):
κομία
Headword (normalized/stripped):
κομια
IDX:
49623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49624
Key:

Data

{'content': 'commeatus, furlough'}