Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
κομιστικός
κομιστός
View word page
κομήτης
wearing long hair, long-haired
ShortDef
wearing long hair, long-haired
Debugging
Headword:
κομήτης
Headword (normalized):
κομήτης
Headword (normalized/stripped):
κομητης
IDX:
49622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49623
Key:
Data
{'content': 'wearing long hair, long-haired'}