Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδά
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κομιστέος
κομιστήρ
κομιστής
View word page
κόμης
comes

ShortDef

comes

Debugging

Headword:
κόμης
Headword (normalized):
κόμης
Headword (normalized/stripped):
κομης
IDX:
49620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49621
Key:

Data

{'content': 'comes'}