Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφιβληστρευτική
ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστρικός
ἀμφιβληστροειδής
ἀμφίβληστρον
ἀμφίβλητος
ἀμφιβοάομαι
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολεύς
ἀμφιβολέω
ἀμφιβολή
ἀμφιβολητικός
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
ἀμφιβόσκομαι
ἀμφίβουλος
ἀμφιβράγχια
ἀμφίβραχυς
View word page
ἀμφιβόητος
noised abroad

ShortDef

noised abroad

Debugging

Headword:
ἀμφιβόητος
Headword (normalized):
ἀμφιβόητος
Headword (normalized/stripped):
αμφιβοητος
IDX:
4961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4962
Key:

Data

{'content': 'noised abroad'}